28 Ιουνίου, 2010

Ο Λ. μας έστειλε το όνειρό του

Posted in από E-mails στις 8:57 πμ από Διγέλαδος

Θραύσμα: είχα πάει σε ένα θέατρο που ήταν και βιβλιοθήκη (πώς λέμε καφεβιβλιοπωλείο;), με ράφια δίπλα στα καθίσματα των θεατών. Όλα τα βιβλία ήταν τεράστια λεξικά και παλιές δερματόδετες εγκυκλοπαίδειες με φθαρμένες ράχες. Η επίσκεψή μου είχε στόχο τον σχεδιασμό μιας σκηνής στην οποία η παράσταση θα διακοπτόταν από πιστολίδι, με έναν χαρακτήρα να προσπαθεί ταυτόχρονα να αποκρυπτογραφήσει ένα από τα παλιά βιβλία, που ήταν κάτι σαν Νεκρονομικόν. Για να δικαιολογήσω την παρουσία μου, πήρα μέρος στις πρόβες του θιάσου. Ο σκηνοθέτης με θεώρησε άχρηστο στο ρόλο του παππού, ενώ όσοι ηθοποιοί ήταν παιδιά ενθουσιάστηκαν, αφού είναι μαθημένα να δέχονται σαφώς ψεύτικες εικόνες στα παιδικά έργα, όπως μια μαγκούρα και μια λευκή περούκα σε έναν νεότατο άνθρωπο.

—————————————————————————-

Έπινα καφέ με το φίλο μου το Γ. Σηκώθηκε για να πάμε στις εισαγωγικές εξετάσεις της MENSA (που πραγματικά έγιναν την περασμένη Κυριακή και λέγαμε να πάμε, αλλά τις χάσαμε). Αυτός στάθηκε κάποια στιγμή να μιλήσει με κάποιον κι εγώ προχώρησα, ώσπου έφτασα δίπλα στη Μεγάλη Βρετανία (το ξενοδοχείο) έξω από την οποία άνθρωποι γυμνάζονταν σε διαδρόμους και όργανα. Ξεχώριζε ένας μπόντι μπίλντερ. Κι ένας Σκωτζέζος με κιλτ και κόκκινες μπότες, τον οποίο ο θυρωρός αποκαλούσε «κύριο πρόξενο». Ο Σκωτσέζος έψησε μια ωραία νεαρή κι έφυγαν μαζί. Εγώ το είδα γιατί περίμενα να με φτάσει ο Γιάννης.

Ανεβήκαμε σε βρώμικες κυλιόμενες σκάλες και μπήκαμε στο διπλανό (ανύπαρκτο στον πραγματικό κόσμο) ξενοδοχείο. Δεν ήμασταν πια οι δυο μας με το Γ, αλλά μαζί με δυο φίλους ακόμη, τον Γ και τον Μ, που είναι πολύ γυμνασμένος. Είχαμε πάει εκεί ψάχνοντας τον διαγωνισμό μπόντι μπίλντιγκ στον οποίο ήθελε να συμμετάσχει ο Μ. Οι άλλοι άνοιξαν παρά τις διαμαρτυρίες μου την πρώτη πόρτα που είδαν («Συντηρητής Καυστήρα»), αλλά μας την έκλεισαν κατάμουτρα πριν καν προλάβουμε να δούμε το εσωτερικό του δωματίου.

Ανεβήκαμε ακόμη έναν όροφο και βρεθήκαμε σε ένα σκοτεινό και σκονισμένο δωμάτιο (που ξύπνιος το αναγνώρισα ως το χολ του φίλου μου του Α από τα φοιτητικά χρόνια, που πάντα το θεωρούσα ορισμό του αποπνικτικού χώρου). Μια υπέρβαρη υπάλληλος προσφέρθηκε να μας βοηθήσει κι άρχισε να κατεβάζει παλιά δερμάτινα σακ βουαγιάζ από την ενσωματωμένη βιβλιοθήκη του γραφείου της. Μας εκμυστηρεύτηκε ότι δεν αντέχει την πίεση της δουλειάς της και πίνει ένα μπουκαλάκι ούζο κάθε μέρα (μάρκας «Τσιτσαντά» ή κάπως έτσι, το επανέλαβε πολλές φορές). Μόλις εξηγήσαμε τι ακριβώς θέλουμε, μας παρέπεμψε στην άλλη υπάλληλο.

Διασχίσαμε στενούς διαδρόμους με καμένες λάμπες και άδεια δωμάτια. Φτάσαμε σε έναν πιο φωτεινό χώρο, ο οποίος ήταν γεμάτος χοντρούς ιστούς αράχνης, καστανούς από την πυκνή σκόνη. Υπήρχε και ένα κουζινάκι με φθαρμένα και σπασμένα λευκά πλακάκια, καρέκλες με μισοσπασμένη την ξύλινη επένδυση (τώρα αναγνωρίζω στη σκηνή εικόνες που θυμίζουν τη φοιτητική εστία στην οποία έζησα για χρόνια). Δεν ήμουν πια με τους φίλους μου, αλλά με την αδελφή μου, το γαμπρό και τα ανίψια μου. Όχι σε ξενοδοχείο, αλλά σε δημόσια υπηρεσία, στην οποία αναμενόταν επίσκεψη του υπουργού. Η υπάλληλος, μια Κινέζα, έλεγε με αναίδεια ότι δεν έφταιγε αυτή για την κατάσταση του χώρου και δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Μας σέρβιρε ένα ωραίο ψωμί που το τσιμπολόγησαν τα ανίψια μου. Η πάνω πλευρά της κόρας σε μεγάλωνε πέντε ημέρες (μάκραιναν ακόμη και τα γένια αντίστοιχα!) κι η κάτω σε μίκραινε άλλο τόσο. Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, ξύπνησα τρομοκρατημένος και δυσκολεύτηκα πολύ να νιώσω ασφαλής για να ξανακοιμηθώ, αν και ήμουν κατάκοπος.